Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία
μονία2
μονίας
μονικῶς
μόνιμος
μονιμότης
View word page
μονήλατος
hammered out of one piece

ShortDef

hammered out of one piece

Debugging

Headword:
μονήλατος
Headword (normalized):
μονήλατος
Headword (normalized/stripped):
μονηλατος
IDX:
57668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57669
Key:

Data

{'content': 'hammered out of one piece'}