Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία
μονία2
μονίας
μονικῶς
View word page
μονερέτης
one who rows singly

ShortDef

one who rows singly

Debugging

Headword:
μονερέτης
Headword (normalized):
μονερέτης
Headword (normalized/stripped):
μονερετης
IDX:
57666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57667
Key:

Data

{'content': 'one who rows singly'}