Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
μονία
View word page
μοναχῶς
in one way only
ShortDef
in one way only
Debugging
Headword:
μοναχῶς
Headword (normalized):
μοναχῶς
Headword (normalized/stripped):
μοναχως
IDX:
57663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57664
Key:
Data
{'content': 'in one way only'}