Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
μονθυλεύω
View word page
μοναχόω
make single

ShortDef

make single

Debugging

Headword:
μοναχόω
Headword (normalized):
μοναχόω
Headword (normalized/stripped):
μοναχοω
IDX:
57662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57663
Key:

Data

{'content': 'make single'}