Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
μονήμερος
μονήρης
View word page
μονάχουσα
nun

ShortDef

nun

Debugging

Headword:
μονάχουσα
Headword (normalized):
μονάχουσα
Headword (normalized/stripped):
μοναχουσα
IDX:
57661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57662
Key:

Data

{'content': 'nun'}