Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
μονή
μονήλατος
μονημέριον
View word page
μοναχός
single, solitary; (n.) monk

ShortDef

single, solitary; (n.) monk

Debugging

Headword:
μοναχός
Headword (normalized):
μοναχός
Headword (normalized/stripped):
μοναχος
IDX:
57659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57660
Key:

Data

{'content': 'single, solitary; (n.) monk'}