Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
View word page
ἀνακαγχάζω
to burst out laughing

ShortDef

to burst out laughing

Debugging

Headword:
ἀνακαγχάζω
Headword (normalized):
ἀνακαγχάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακαγχαζω
IDX:
5765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5766
Key:

Data

{'content': 'to burst out laughing'}