Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
μοναχόω
μοναχῶς
μονειμοφορέω
μονέντερον
μονερέτης
μονή
View word page
μοναχικός
of or for a monk

ShortDef

of or for a monk

Debugging

Headword:
μοναχικός
Headword (normalized):
μοναχικός
Headword (normalized/stripped):
μοναχικος
IDX:
57657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57658
Key:

Data

{'content': 'of or for a monk'}