Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
μονάχουσα
View word page
μοναυλία2
a living alone, celibacy

ShortDef

solo on the aulos
a living alone, celibacy

Debugging

Headword:
μοναυλία2
Headword (normalized):
μοναυλία
Headword (normalized/stripped):
μοναυλια2
IDX:
57651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57652
Key:

Data

{'content': 'a living alone, celibacy'}