Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
μοναχοῦ
View word page
μοναυλία
solo on the aulos

ShortDef

solo on the aulos
a living alone, celibacy

Debugging

Headword:
μοναυλία
Headword (normalized):
μοναυλία
Headword (normalized/stripped):
μοναυλια
IDX:
57650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57651
Key:

Data

{'content': 'solo on the aulos'}