Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
μοναχός
View word page
μοναυλέω
to play a solo on the aulos

ShortDef

to play a solo on the aulos

Debugging

Headword:
μοναυλέω
Headword (normalized):
μοναυλέω
Headword (normalized/stripped):
μοναυλεω
IDX:
57649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57650
Key:

Data

{'content': 'to play a solo on the aulos'}