Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
View word page
ἀναιωρέω
lift up
ShortDef
lift up
Debugging
Headword:
ἀναιωρέω
Headword (normalized):
ἀναιωρέω
Headword (normalized/stripped):
αναιωρεω
IDX:
5764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5765
Key:
Data
{'content': 'lift up'}