Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
μοναχικός
μοναχόθεν
View word page
μονάτωρ
running alone (as opp. to yoked)
ShortDef
running alone (as opp. to yoked)
Debugging
Headword:
μονάτωρ
Headword (normalized):
μονάτωρ
Headword (normalized/stripped):
μονατωρ
IDX:
57648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57649
Key:
Data
{'content': 'running alone (as opp. to yoked)'}