Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
μοναχῆ
View word page
μοναστραβής
with one pack-saddle

ShortDef

with one pack-saddle

Debugging

Headword:
μοναστραβής
Headword (normalized):
μοναστραβής
Headword (normalized/stripped):
μοναστραβης
IDX:
57646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57647
Key:

Data

{'content': 'with one pack-saddle'}