Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
μοναχή
View word page
μοναστήριος
monastic

ShortDef

monastic

Debugging

Headword:
μοναστήριος
Headword (normalized):
μοναστήριος
Headword (normalized/stripped):
μοναστηριος
IDX:
57645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57646
Key:

Data

{'content': 'monastic'}