Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
μόναυλος
View word page
μονασμός
solitary life, solitude

ShortDef

solitary life, solitude

Debugging

Headword:
μονασμός
Headword (normalized):
μονασμός
Headword (normalized/stripped):
μονασμος
IDX:
57644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57645
Key:

Data

{'content': 'solitary life, solitude'}