Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
μοναύλιον
View word page
μονάς
alone, solitary
ShortDef
alone, solitary
Debugging
Headword:
μονάς
Headword (normalized):
μονάς
Headword (normalized/stripped):
μονας
IDX:
57643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57644
Key:
Data
{'content': 'alone, solitary'}