Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
μοναυλία2
μοναυλικός
View word page
μόναρχος
one who rules alone, a monarch, sovereign; adj. monarchic

ShortDef

one who rules alone, a monarch, sovereign; adj. monarchic

Debugging

Headword:
μόναρχος
Headword (normalized):
μόναρχος
Headword (normalized/stripped):
μοναρχος
IDX:
57642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57643
Key:

Data

{'content': 'one who rules alone, a monarch, sovereign; adj. monarchic'}