Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
μονάτωρ
μοναυλέω
μοναυλία
View word page
μοναρχία
the rule of one, monarchy, sovereignty
ShortDef
the rule of one, monarchy, sovereignty
Debugging
Headword:
μοναρχία
Headword (normalized):
μοναρχία
Headword (normalized/stripped):
μοναρχια
IDX:
57640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57641
Key:
Data
{'content': 'the rule of one, monarchy, sovereignty'}