Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
View word page
ἀναιχμάλωτος
not made captive

ShortDef

not made captive

Debugging

Headword:
ἀναιχμάλωτος
Headword (normalized):
ἀναιχμάλωτος
Headword (normalized/stripped):
αναιχμαλωτος
IDX:
5763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5764
Key:

Data

{'content': 'not made captive'}