Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
μοναστήριος
μοναστραβής
μονάστρια
View word page
μοναρχέω
to be sovereign
ShortDef
to be sovereign
Debugging
Headword:
μοναρχέω
Headword (normalized):
μοναρχέω
Headword (normalized/stripped):
μοναρχεω
IDX:
57637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57638
Key:
Data
{'content': 'to be sovereign'}