Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μονασμός
View word page
μονάριος
keeper of a μονή
ShortDef
keeper of a μονή
Debugging
Headword:
μονάριος
Headword (normalized):
μονάριος
Headword (normalized/stripped):
μοναριος
IDX:
57634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57635
Key:
Data
{'content': 'keeper of a μονή'}