Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
View word page
μόναπος
(Boeot.) for Eur. bison, aurochs

ShortDef

(Boeot.) for Eur. bison, aurochs

Debugging

Headword:
μόναπος
Headword (normalized):
μόναπος
Headword (normalized/stripped):
μοναπος
IDX:
57633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57634
Key:

Data

{'content': '(Boeot.) for Eur. bison, aurochs'}