Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
μοναρχικός
View word page
μονάξ
singly, in single combat

ShortDef

singly, in single combat

Debugging

Headword:
μονάξ
Headword (normalized):
μονάξ
Headword (normalized/stripped):
μοναξ
IDX:
57631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57632
Key:

Data

{'content': 'singly, in single combat'}