Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
μονάρχης
μονάρχια
μοναρχία
View word page
μόνανδρος
having but one husband

ShortDef

having but one husband

Debugging

Headword:
μόνανδρος
Headword (normalized):
μόνανδρος
Headword (normalized/stripped):
μονανδρος
IDX:
57630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57631
Key:

Data

{'content': 'having but one husband'}