Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
μοναρχέω
View word page
μοναμπυκία
running alone (as opp. to yoked)
ShortDef
running alone (as opp. to yoked)
Debugging
Headword:
μοναμπυκία
Headword (normalized):
μοναμπυκία
Headword (normalized/stripped):
μοναμπυκια
IDX:
57627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57628
Key:
Data
{'content': 'running alone (as opp. to yoked)'}