Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
μοναρχεία
View word page
μονάλυσις
single chain
ShortDef
single chain
Debugging
Headword:
μονάλυσις
Headword (normalized):
μονάλυσις
Headword (normalized/stripped):
μοναλυσις
IDX:
57626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57627
Key:
Data
{'content': 'single chain'}