Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
μοναρταβία
View word page
μονάκανθος
with one prickle

ShortDef

with one prickle

Debugging

Headword:
μονάκανθος
Headword (normalized):
μονάκανθος
Headword (normalized/stripped):
μονακανθος
IDX:
57625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57626
Key:

Data

{'content': 'with one prickle'}