Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
μοναξία
μόναπος
μονάριος
View word page
μονάζω
to be alone

ShortDef

to be alone

Debugging

Headword:
μονάζω
Headword (normalized):
μονάζω
Headword (normalized/stripped):
μοναζω
IDX:
57624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57625
Key:

Data

{'content': 'to be alone'}