Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
μόνανδρος
μονάξ
View word page
μοναδικός
consisting of units

ShortDef

consisting of units

Debugging

Headword:
μοναδικός
Headword (normalized):
μοναδικός
Headword (normalized/stripped):
μοναδικος
IDX:
57621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57622
Key:

Data

{'content': 'consisting of units'}