Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μονανδρέω
View word page
μονάδην
solitary-wise, only

ShortDef

solitary-wise, only

Debugging

Headword:
μονάδην
Headword (normalized):
μονάδην
Headword (normalized/stripped):
μοναδην
IDX:
57619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57620
Key:

Data

{'content': 'solitary-wise, only'}