Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
μονάλυσις
μοναμπυκία
View word page
μοναγρία
solitary field, farm

ShortDef

solitary field, farm

Debugging

Headword:
μοναγρία
Headword (normalized):
μοναγρία
Headword (normalized/stripped):
μοναγρια
IDX:
57617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57618
Key:

Data

{'content': 'solitary field, farm'}