Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
μονάζω
μονάκανθος
View word page
μομφή
blame, censure
ShortDef
blame, censure
Debugging
Headword:
μομφή
Headword (normalized):
μομφή
Headword (normalized/stripped):
μομφη
IDX:
57615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57616
Key:
Data
{'content': 'blame, censure'}