Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
μοναδιστί
View word page
Μόμμιος
Mummius
ShortDef
Mummius
Debugging
Headword:
Μόμμιος
Headword (normalized):
μόμμιος
Headword (normalized/stripped):
μομμιος
IDX:
57613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57614
Key:
Data
{'content': 'Mummius'}