Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
μοναδικός
μοναδισμός
View word page
Μόλων
Molon

ShortDef

Molon

Debugging

Headword:
Μόλων
Headword (normalized):
μόλων
Headword (normalized/stripped):
μολων
IDX:
57612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57613
Key:

Data

{'content': 'Molon'}