Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
μονάδην
μοναδιαῖος
View word page
μολυσματώδης
tainted, polluted

ShortDef

tainted, polluted

Debugging

Headword:
μολυσματώδης
Headword (normalized):
μολυσματώδης
Headword (normalized/stripped):
μολυσματωδης
IDX:
57610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57611
Key:

Data

{'content': 'tainted, polluted'}