Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναισίμωμα
ἀναίσιος
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχύντημα
ἀναισχυντία
ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντοποιός
ἀναίσχυντος
ἀναίτητος
ἀναιτίατος
ἀναιτιολόγητος
ἀναίτιος
ἀναιχμάλωτος
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
View word page
ἀναιτίατος
unblamed

ShortDef

unblamed

Debugging

Headword:
ἀναιτίατος
Headword (normalized):
ἀναιτίατος
Headword (normalized/stripped):
αναιτιατος
IDX:
5760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5761
Key:

Data

{'content': 'unblamed'}