Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
μοναδελφία
View word page
μολύνω
to stain, sully, defile

ShortDef

to stain, sully, defile

Debugging

Headword:
μολύνω
Headword (normalized):
μολύνω
Headword (normalized/stripped):
μολυνω
IDX:
57608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57609
Key:

Data

{'content': 'to stain, sully, defile'}