Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
μονάγκων
μοναγρία
View word page
μολυντός
apt to make dirty

ShortDef

apt to make dirty

Debugging

Headword:
μολυντός
Headword (normalized):
μολυντός
Headword (normalized/stripped):
μολυντος
IDX:
57607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57608
Key:

Data

{'content': 'apt to make dirty'}