Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
μομφή
View word page
μολυνοπραγμονέομαι
to get into dirty quarrels

ShortDef

to get into dirty quarrels

Debugging

Headword:
μολυνοπραγμονέομαι
Headword (normalized):
μολυνοπραγμονέομαι
Headword (normalized/stripped):
μολυνοπραγμονεομαι
IDX:
57605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57606
Key:

Data

{'content': 'to get into dirty quarrels'}