Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
μομφά
View word page
Μολύκρειον
Molycreium

ShortDef

Molycreium

Debugging

Headword:
Μολύκρειον
Headword (normalized):
μολύκρειον
Headword (normalized/stripped):
μολυκρειον
IDX:
57604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57605
Key:

Data

{'content': 'Molycreium'}