Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
Μόμμιος
View word page
μολυβρός
lead-coloured

ShortDef

lead-coloured

Debugging

Headword:
μολυβρός
Headword (normalized):
μολυβρός
Headword (normalized/stripped):
μολυβρος
IDX:
57603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57604
Key:

Data

{'content': 'lead-coloured'}