Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
Μόλων
View word page
μολυβοῦς
leaden

ShortDef

leaden

Debugging

Headword:
μολυβοῦς
Headword (normalized):
μολυβοῦς
Headword (normalized/stripped):
μολυβους
IDX:
57602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57603
Key:

Data

{'content': 'leaden'}