Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
μολυσμός
View word page
μολύβδωσις
leading
ShortDef
leading
Debugging
Headword:
μολύβδωσις
Headword (normalized):
μολύβδωσις
Headword (normalized/stripped):
μολυβδωσις
IDX:
57601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57602
Key:
Data
{'content': 'leading'}