Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
μόλυσμα
μολυσματώδης
View word page
μολύβδωμα
lead-work
ShortDef
lead-work
Debugging
Headword:
μολύβδωμα
Headword (normalized):
μολύβδωμα
Headword (normalized/stripped):
μολυβδωμα
IDX:
57600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57601
Key:
Data
{'content': 'lead-work'}