Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγλαοποιέω
ἀγλαός
ἀγλαότιμος
ἀγλαοτρίαινα
ἀγλαοφεγγής
ἀγλαόφημος
ἀγλαόφοιτος
ἀγλαόφορτος
Ἀγλαοφῶν
ἀγλαόφωνος
ἀγλαοφῶτις
ἀγλαοχαίτας
ἀγλαόχαρτος
ἀγλαφύρως
ἀγλαώψ
ἀγλευκής
ἄγλις
ἄγλισχρος
ἄγλυ
ἄγλυφος
ἀγλωσσία
View word page
ἀγλαοφῶτις
peony

ShortDef

peony

Debugging

Headword:
ἀγλαοφῶτις
Headword (normalized):
ἀγλαοφῶτις
Headword (normalized/stripped):
αγλαοφωτις
IDX:
575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-576
Key:

Data

{'content': 'peony'}