Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
μολυντός
μολύνω
View word page
μολυβδόχροος
lead-coloured

ShortDef

lead-coloured

Debugging

Headword:
μολυβδόχροος
Headword (normalized):
μολυβδόχροος
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοχροος
IDX:
57598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57599
Key:

Data

{'content': 'lead-coloured'}