Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
μόλυνσις
View word page
μολυβδοχοΐα
work in molten lead

ShortDef

work in molten lead

Debugging

Headword:
μολυβδοχοΐα
Headword (normalized):
μολυβδοχοΐα
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοχοια
IDX:
57596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57597
Key:

Data

{'content': 'work in molten lead'}