Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
Μολύκρειον
μολυνοπραγμονέομαι
View word page
μολυβδοχοέω
melt lead, work as a plumber
ShortDef
melt lead, work as a plumber
Debugging
Headword:
μολυβδοχοέω
Headword (normalized):
μολυβδοχοέω
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοχοεω
IDX:
57595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57596
Key:
Data
{'content': 'melt lead, work as a plumber'}