Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μολυβδικός
μολύβδινος
μολύβδιον
μολυβδίς
μολυβδόδετος
μολυβδοειδής
μολυβδοκόπος
μόλυβδος
μολυβδοτήξ
μολυβδουργός
μολυβδοφανής
μολυβδόχαλκος
μολυβδοχοέω
μολυβδοχοΐα
μολυβδοχόος
μολυβδόχροος
μολυβδόω
μολύβδωμα
μολύβδωσις
μολυβοῦς
μολυβρός
View word page
μολυβδοφανής
lead-coloured
ShortDef
lead-coloured
Debugging
Headword:
μολυβδοφανής
Headword (normalized):
μολυβδοφανής
Headword (normalized/stripped):
μολυβδοφανης
IDX:
57593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57594
Key:
Data
{'content': 'lead-coloured'}